- λυγραί
- λυγρόςbanefulfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερέπτω — Α 1. (για ποταμό ή ρυάκι και σχετικά με το έδαφος και με την ιλύ). κατατρώγω, καταβροχθίζω αποκάτω («κονίην ὑπέρεπτε ποδοῑιν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. (για πάθος) κατατρώγω κρυφά («λυγραὶ δ ὑπέρεπτον ἀνίαι», Κόϊντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρέπτω /… … Dictionary of Greek
λύγρ' — λυγρά , λυγρός baneful neut nom/voc/acc pl λυγρά̱ , λυγρός baneful fem nom/voc/acc dual λυγρά̱ , λυγρός baneful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λυγρέ , λυγρός baneful masc voc sg λυγραί , λυγρός baneful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)